πάροιθα

πάροιθα
Α
(αιολ. τ.) πάροιθε(ν)*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”